- λύπη
- η (AM λύπη)1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ.β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.)2. πένθος (α. «δεν ήλθαν στον γάμο, γιατί έχουν λύπη» β. «παῡσαι δὲ λύπης τῶν τεθνηκότων ὕπερ», Ευρ.)νεοελλ.-μσν.2. παράπονο, καημός3. βάσανο, ταλαιπωρία4. συμπόνια, οίκτος, ευσπλαχνία («δεν ένιωσε καμιά λύπη για την καταστροφή τους»)4. στενοχώρια για κάποιο άτοπο συμβάν («η κυβέρνηση εξέφρασε τη λύπη και την αγανάκτησή της για τη δολοφονία τού βουλευτή»)5. φρ. «παίρνω λύπη» ή «λαμβάνω λύπην» — λυπάμαι, στενοχωριέμαι, προσβάλλομαιμσν.φρ. α) «τὸ ποτάμι τῆς λύπης» — ο ποταμός που, κατά την παλαιά λαϊκή δοξασία, κυλά στον κάτω κόσμοβ) «ἄγω λύπην» ή «φέρνω λύπην» — πενθώγ) «ἔχω λύπην (πρός τινα»)i) κρατώ κακίαii) συμπονώ, δείχνω ανθρωπιάδ) «κάμνω λύπην» ή «ποιῶ λύπην» — θρηνώαρχ.1. δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από σωματικό πόνο, σε αντιδιαστολή με την ηδονὴ («ἐν τῷ κοινῷ μοι γένει ἅμα φαίνεσθον λύπη τε καὶ ἡδονὴ γίγνεσθαι κατὰ φύσιν», Πλάτ.)2. δυσχερής κατάσταση, δυσάρεστη θέση, δυστυχία, δυσπραγία («Ἀργεῑοι ἦσαν οἱ ἐπικαλεσάμενοι τὸν Πέρσην... πᾱν δὴ βουλόμενοί σφι εἶναι πρὸ τῆς παρεούσης λύπης», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *lup- τής ΙΕ ρ. *leup- «κομματιάζω, συνθλίβω, ξεφλουδίζω» και συνδέεται με τους βαλτικούς και σλαβικούς τ.: λιθουαν. lupti «ξεφλουδίζω, γδέρνω», λεττον. lupt «εξαλείφω, αφαιρώ», ρωσ. lupiti «ξεφλουδίζω». Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει ασθένεια, αδυναμία ή την κακή ποιότητα τού εδάφουςαργότερα τής έδωσαν τη συγκεκριμένη σημασία της, πέρα από τις μεταφορικές χρήσεις που έλαβε στη συνέχεια. Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leu-p-, που μπορεί να είναι παρεκτεταμένη μορφή τής *leu-, όπως και η *leu-g (πρβλ. λευγαλέος, lūgeo).ΠΑΡ. λυπηρός, λυπώαρχ.λυπητήριοςαρχ.-μσν.λυπρόςμσν.λυπίζω, λυπικός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λυποτόκοςμσν.λυπαλγής, λυπόματοςνεοελλ.λυπομανής. (Β' συνθετικό) άλυπος, βαρύλυπος, παυσίλυπος, περίλυποςαρχ.έλλυπος, επίλυπος, μικρόλυπος, πολύλυπος, τρισάλυπος, φιλάλυπος, φιλόλυπος νεοελλ. αλεξίλυπος].
Dictionary of Greek. 2013.